- ἀτυχήματι
- ἀτύχημαmisfortuneneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτυγχάνω — ΜΑ συναντώ τυχαία κάποιον, τυχαίνει να συναντήσω κάποιον (α. «άνδρα περιτυχόντες ἅγιον», Μηναί β. «τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες παρὰ τὸ Λεωκόρειον... ἀπέκτειναν», Θουκ.) αρχ. 1. (για γεγονός) επέρχομαι, συμβαίνω («μή τις συμφορὰ αὐτοῑς περιτύχη», Θουκ … Dictionary of Greek
ἀτυχήματ' — ἀτυχήματα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc pl ἀτυχήματι , ἀτύχημα misfortune neut dat sg ἀτυχήματε , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)